-
1 προσαναχρώννυμαι
II associate closely with, ib. 51f,490d,672f,754c; follow, imitate closely, ib.740f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναχρώννυμαι
См. также в других словарях:
προσαναχρώννυμαι — ΜΑ έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ ἃ μὴ πλάττοντες… … Dictionary of Greek